πρόσταγμα

πρόσταγμα
το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω]
το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «έχω το πρόσταγμα»
α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή
β) μτφ. έχω την αρχηγία, κάνω κουμάντο
αρχ.
1. διάταξη, οδηγία («κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῡ παιδαγωγοῡ ζῆν», Αριστοτ.)
2. εντολή πληρωμής ή απαλλαγής, ένταλμα
3. αυτοκρατορικό έδικτο, διάταγμα
4. πιθ. (ως διαίρεση τού στρατού) στρατιωτική διοίκηση
5. (φιλοσ.) αρχή, ηθικός κανόνας
6. φρ. α) «ἐκ προστάγματος» και «κατὰ πρόσταγμα» — κατόπιν διαταγής, ύστερα από προσταγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόσταγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσταγμ' — πρόσταγμα , πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσταγμάτων — πρόσταγμα ordinance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγμασι — πρόσταγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγμασιν — πρόσταγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγματα — πρόσταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγματι — πρόσταγμα ordinance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάγματος — πρόσταγμα ordinance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλα — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… …   Dictionary of Greek

  • κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”